- έμπτωτος
- ἔμπτωτος, -ον (Α)επιρρεπής («ἔμπτωτα εἰς τὸ κακόν», Μάρκ. Αυρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔμπτωτα — ἔμπτωτος falling into neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανέμπτωτος — ἀνέμπτωτος, ον (Α) εκείνος που δεν πέφτει μέσα σε κάτι «ἀνέμπτωτοί ἐσμεν εἰς λύπας». [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + έμπτωτος (< εμπίπτω) «επιρρεπής»] … Dictionary of Greek